έμορφος

έμορφος
η , ο красивый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "έμορφος" в других словарях:

  • έμορφος — και όμορφος, η, ο αυτός που έχει ωραία όψη, ο νόστιμος …   Dictionary of Greek

  • έμορφος — η, ο βλ. όμορφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… …   Dictionary of Greek

  • Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… …   Wikipedia

  • Grec Pontique — Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie, Allemagne Région Sud est de l’Europe Nombre de locuteurs 324 535 Typologie SVO …   Wikipédia en Français

  • Grec pontique — Cet article concerne la langue grecque pontique. Pour le peuple grec pontique, voir Pontiques. Grec pontique Ποντιακά, Ρωμαίικα Parlée en Grèce, Russie, Ukraine, Géorgie, Kazakhstan, Turquie …   Wikipédia en Français

  • Οβραίος — και Οβριός, ο, θηλ. Οβραία και Οβριά Εβραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Οβραίος σχηματίστηκε από υπερίσχυση τού άρθρου ο: ο Εβραίος > Οβραίος (πρβλ. ο έμορφος > όμορφος). Ο τ. Οβριός < Οβραίος, με συνίζηση (πρβλ. ελαία > ελιά)] …   Dictionary of Greek

  • πανέμορφος — η, ο πολύ όμορφος, ωραιότατος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έμορφος] …   Dictionary of Greek

  • χιλιοέμορφος — η, ο, Ν πολύ όμορφος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + έμορφος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»